- επικρέμαση
- ητο κρέμασμα πάνω από κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρεμάννυμι. Η λ. στον λόγιο τ. επικρέμασις μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικρεμάσῃ — ἐπικρεμάννυμι hang over aor subj mid 2nd sg ἐπικρεμάννυμι hang over aor subj act 3rd sg ἐπικρεμάννυμι hang over fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)